Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ


Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ
Η εικόνα προορίζεται για τα υπέρθυρα του Ι. Ν.
της παναγίας των Βλαχερνών στο Μαρούσι
Έργο Δημητρίου Σκουρτέλη 




Η αρκούδα που εξημέρωσε ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ. 
Λεπτομέρεια από την προηγούμενη  εικόνα του αγίου. 
Έργο Δ. Σκουρτέλη.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο "Μυστικός Δείπνος" του Βερονέζε και η Ιερά Εξέταση.






Ανέθεσαν στον Πάολο Βερονέζε να φιλοτεχνήσει έναν Μυστικό Δείπνο στο μοναστήρι San Giovanni e Paolo (1573) 

Ο χώρος που του καθόρισαν ήταν τεράστιος και ασύμμετρος, 5,55μ × 1,310μ, και δεν μπορούσε να γεμίσει μόνο με τις δεκατρείς μορφές που συμμετείχαν. 
Έτσι ο ζωγράφος γέμισε τον χώρο με ένα σωρό μορφές κάθε Έθνους, Φυλής, Τάξης, διάπλασης, επαγγέλματος…
Ο συμβολισμός είναι προφανής. Ο Μυστικός Δείπνος ήταν ...μυστικός, αλλά στην συνέχεια έγινε το κεντρικό σημείο της Πίστης και της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή η Θεία Μετάληψη, που δεν είναι παρά η επανάληψή του, κατά την σαφή εντολή του Κυρίου. ‘Ετσι κυριολεκτικά και ουσιαστικά, όλοι είναι παρόντες και όλοι δικαιούνται να παρευρίσκονται στον Μυστικό Δείπνο.
Όταν η Ιερά Εξέταση κάλεσε τον Βερονέζε σε απολογία για τον συρφετό που παράστησε να παρευρίσκεται στον Μυστικό Δείπνο, δεν τόλμησε να τους κάνει μάθημα θεολογίας. Αν τους έπιανε αδιάβαστους, θα εξασφάλιζε την καταδίκη του. Περιορίστηκε στο τεχνικό, εικαστικό μέρος και στην ήδη υπάρχουσα παράδοση υπερβολής στην απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων. Φυσικά είχε στο μανίκι του ένα κρυφό όπλο… Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον...

Μερικές ερωταποκρίσεις από τα επίσημα Πρακτικά της ανάκρισης, που διασώθηκαν:

-Γιατί ζωγράφισες (στον Μυστικό Δείπνο) Γελωτοποιούς, Γερμανούς, νάνους, και άλλα τέτοια τρελά;
-Εμείς οι ζωγράφοι παίρνουμε την ίδια άδεια με αυτήν των τρελών και των ποιητών (ωχχχ)  για φιοριτούρα, όπως είθισται.
-Ποιος πιστεύεις πως ήταν παρών στον Μυστικό Δείπνο;
-Πιστεύω πως ήταν μόνο ο Χριστός και οι δώδεκα Απόστολοι. Αλλά αφού είχα χώρο που περίσσευε στο έργο, το στόλισα με μορφές που σκέφτηκα μόνος μου.
-Σου έδωσε κανένας εντολή να ζωγραφίσεις Γερμανούς, γελωτοποιούς και τα τοιαύτα στο έργο;
-Όχι αλλά μου ανάθεσαν να το στολίσω όπως νόμιζα σωστό (εδώ διαφαίνεται πως ο καλλιτέχνης είχε υπογραμμίσει στους εργοδότες του την περίσσεια χώρου για το θέμα αυτό στο σημείο που το ήθελαν) ‘Ηταν πολύ μεγάλο και υπήρχε χώρος για πολλές μορφές.
-Δεν έπρεπε όμως τα στολίδια στον χώρο που πλεόναζε να ταιριάζουν με το θέμα; Ή τα έβαλες εκεί μόνο για να κάνεις το κέφι σου και χωρίς διάκριση και αιτία; 
-Φιλοτεχνώ τα έργα μου με όλη την προσοχή που πηγάζει από το μυαλό μου και όπως το μυαλό μου τα καταλαβαίνει. 
(Στην συνέχεια ο Βερονέζε αναφέρεται στις υπερβολές “των Δασκάλων του” και ειδικά του Μιχαήλ Άγγελου.)

Ο ζωγράφος δεν καταδικάστηκε. Ούτε καν υποχρεώθηκε να αλλάξει έστω και μια πινελιά στο έργο.

Απλά άλλαξε τον Τίτλο του έργου: “Ο Ιησούς φιλοξενούμενος στην Οικία του Λεβί”
Λουκάς, 5, 29 
“καὶ ἐποίησεν δοχὴν μεγάλην Λευὶς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ: καὶ ἦν ὄχλος πολὺς τελωνῶν καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ' αὐτῶν κατακείμενοι. καὶ ἐγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς αὐτῶν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγοντες: διὰ τί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίετε καὶ πίνετε;”

Όπου σαφώς αναφέρεται η παρουσία “όχλου” και “αμαρτωλών”...


Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Οι "Σύμμαχοι"
Αγγλία, Τουρκία και Γαλλία.

Η Τουρκική απόβαση το 1974
Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Ο θάνατος του Αυξεντίου

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Η Κύπρος στο χέρι του Θεού

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Η Τουρκική κατάκτηση

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Η κατάκτηση από τους Σταυροφόρους

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Οι κρεμάλες των Εγγλέζων

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Τα μαρτύρια της Κύπρου. Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Οι "Σύμμαχοι" (κάτω)
Αγγλία, Τουρκία και Γαλλία.
Και η φωτογραφία από όπου αποδόθηκε.
Λόρδος Ράγκλαν, Ομάρ πασάς και στρατηγός Πέλισιέ
Κριμαϊκός Πόλεμος.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

“ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ” ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Ο Αυξεντίου.
Σχέδιο Δημήτρη Σκουρτέλη.

“...Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε, απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων, ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ…”

Οι  τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου, όπως τις οραματίστηκε ο Ρίτσος.
Ο Κύπριος αγωνιστής κάηκε ζωντανός από τους Βρετανούς στρατιώτες μετά από πολύωρη μάχη.

ΓΙΑΝΝΗΣ  ΡΙΤΣΟΣ:
“ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ”

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου  αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)




Τέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι  όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω, να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – ( για ποιόν; Για μένα; για τους άλλους; ) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Οι  άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία – σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί  ή να πεθάνει ένας μάρτυρας, και περιμένεις ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή ( του παιδιού ή του Θεού ), μια κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρονη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.
Μαρμαρωμένη ησυχία, – μ’ όλο που  ακούγονται οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται στεγνά σα σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν και μένουν σ’ έναν ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά.
Τι ησυχία, – Μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω. – Πίσω  και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά ένας μικρός ή ο ατελείωτος θάνατος, στη μέση ( στη μέση ; ) εγώ. – Τι είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος : Ένας τμηματικός θάνατος ; Πρέπει να τον γνωρίσω.
Δεν προφταίνω.
Ίσως και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί ; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας ; Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της ;
Ίσως  μπορούσε, κ’ έτσι ακόμη, νάταν όμορφα – Μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη, λεπτή σημαιούλα της, μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού – δε μπορεί – θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας – η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε, η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’ είδε και την είδες.
Ίσως  και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που  θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.
Παντού  μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος μήπως και δε μπορέσω να πεθάνω. Συχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις συντρόφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα – δηλαδή πιο ειλικρινείς. Εγώ ήμουν αδύναμος : Ντράπηκα.
Εσείς πηγαίνετε. ( Φύγανε.) Δε σας κρατώ. ( Φύγανε κιόλας. ) Στο καλό.
Η φωτιά πλησιάζει. Συχωράτε με, φίλοι που δεν μπόρεσα να σας ακολουθήσω, που σας άφησα μόνους σε τούτη την έξοδο. Είναι η πρώτη φορά. Δε μπορούσα. Συγχωρέστε με.
Κι  όμως, το νιώθω ακόμη, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στην ερημιά σαν κουρασμένος  πεισματάρης βράχος, ξεχασμένος, ή ν’ αδικιέμαι, ν’ αδικώ, να βλέπω ν’ αδικούνται οι φίλοι μου και να σωπαίνω, ή σα δαρμένος, μαδημένος σκύλος που κοιτάει καχύποπτα τη σκιά ενός σπουργιτιού και τη σκιά του,
Ή (το μελέτησα κι αυτό) ασκητεύοντας, να λειάνω με τις ρώγες των δαχτύλων μου (μαλακωμένες πια απ’ την αχρηστία) να λειάνω μια πέτρα κι ώρες ν’ αποξεχνιέμαι κοιτάζοντας τις ασάλευτες φλέβες της, κι έτσι σκυφτός να κλαίω αμίλητα απ’ την ευτυχία να υπάρχω.
Δε μπόρεσα.
Αν  έβγαινα παραδίνοντας τα κλειδιά μου, μπουσουλώντας  με χέρια και με πόδια (κάθε έξοδος είναι στενή, συντρόφια μου), αν κινούσα να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου – Ποια ψυχή μου ;
Δεν πρόφτασα όλη να τη δοκιμάσω, να τη γνωρίσω ολόκληρη. Μου χρειάζεται τούτη η στιγμή, να μάθω που και τι θα παραδώσω ή δε θα παραδώσω. Ξέρω πως θα μπορούσε νάμαι στη θέση σας, αδέρφια μου που φύγατε, γιατί ξέρω, όπως κι εσείς, τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο σας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα και τον φόβο της ψυχής μου, που δεν την ξέρω – ο ίσκιος της κάθε κίνησής μου μεγάλωνε απέραντα πάνω σ’ έναν τρομαχτικά κάτασπρο τοίχο, και κάθε σφυγμό μου τον άκουγα να πέφτει μες στο πάντοτε γράφοντας στέρεους κ’ υδάτινους κύκλους ατελείωτους. Έτσι με τούτο το φόβο της ψυχής μου γλύτωσα απ’ το φόβο του κορμιού μου. Ωστόσο ξέρω όλο το φόβο, και μπορείτε να με πιστέψετε, γιατί κανένας μας δεν είναι που να θέλει να πονάμε ή να φοβόμαστε.
Εδώ τουλάχιστο, μπορείτε να με πιστέψετε.
Εδώ δεν είναι δύσκολο ν’ αγαπηθούμε. Όλα είναι τόσο δύσκολα, κ’ ίσως για τούτο και ν’ αξίζουν. Όμως δε θα μπορούσα να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου. Με του κορμιού μου, τα πόδια και τα χέρια κομμένα, θα το μπορούσα. Συχωράτε με. Γεια σας.

Έφυγαν. Ησυχία. Τι μοναξιά πυκνοκατοικημένη. Τα πάντα πυκνά και διαλυμένα. Το απέραντο δίχως βάρος μάρτυρες. Σε ποιόν να μιλήσω και γιατί ; Αν είχαν τουλάχιστο μείνει. – Δεν πρέπει να βουλιάξω μέσα μου. Ας κρατηθώ  έστω απ’ τη φωνή μου, απ’ τον ήχο του δικού μου ντουφεκιού, να μείνει το κεφάλι μου έξω ή μοναχά το μέτωπό μου και τα μάτια μου. Θέλω να βλέπω.
Θέλω  να φανταστώ τα δέντρα, τα παράθυρα, τα πράγματα, να νιώσω τη σπιτίσια ζεστασιά τους, ν’ αντιμετωπίσω αυτή τη μεγάλη παγωνιά  της φωτιάς που πλησιάζει. Μια καρέκλα ακουμπισμένη στη γωνιά μιας κάμαρας μπορεί και νάναι, λέω, σαν εσωτερικό καμπαναριού, όπου ο ήχος της καμπάνας στρογγυλός κατεβαίνει γεμίζοντας με κυριακάτικη ησυχία το σπίτι. Δε μπορώ να συνεχίσω.
Μοιάζει ανέφικτη η νίκη δίχως  μάρτυρες που να τη διαλαλήσουν.
Θέλω  να φανταστώ το πτώμα  μου τριγυρισμένο από κλαμένους  φίλους και μεσίστιες σημαίες για να μπορέσω να παραιτηθώ απ’ το σώμα μου. Κανείς τριγύρω μου. Μάρτυρας μόνος η φωνή μου – κι αυτή πώς να περάσει τη φωτιά και την πέτρα ;
Πρέπει μονάχος να τα βγάλω πέρα. Τι ησυχία ! – σα μόνιμη. Ρητή. Το παγούρι μου θυμίζει πως κιόλας δε διψώ. Δε θα διψάσω πια. Κι όμως το γυλιό μου εκεί στο καρφί κρέμεται ακόμη με την έκφραση του πρώτου άστρου της βραδιάς πάνω απ’ την παραλία της Λεμεσός την ώρα που τα γκαρσόνια καταβρέχουν με λαστιχένιους σωλήνες το πεζοδρόμιο ύστερα από την τρομερή ζέστη μιας μέρας του Ιούλη, την ώρα που βγάζουν τα πρώτα τραπεζάκια στην προκυμαία για τους βραδινούς πελάτες, την ώρα που κι ο πιο μικρός θόρυβος του πιο μικρού ψαριού, εκεί δίπλα, στα ρηχά, φωνάζει :  “αύριο, αύριο, αύριο”.
Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε, απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων, ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ – να κοιτάω τη διαδρομή ενός αργοπορημένου μερμηγκιού που κουβαλάει μες στο ολοπόρφυρο λιόγερμα ένα σπυρί καλαμπόκι πιο μεγάλο απ’ το μπόι του και να νιώθω όλης της γης το κάλεσμα και του καλοκαιριού τη ζέστα με τα πόδια αυτού του μερμηγκιού, κι όλου του κόσμου η ευγνωμοσύνη αμίλητη να στέκει μες στα μάτια μου καθώς θ’ ακούω αιώνια κείνο το ψαράκι να φωνάζει :
“αύριο, αύριο”. Ποιο αύριο σήμερα ;
Τρομερή παγωνιά τούτη η ζέστη. Δεν προφταίνω. Ο αέρας χάνεται. Και πρέπει να εξαντλήσω την προθεσμία μου. Ν’ αφήσω και κάποια διαθήκη. Τι χρειάζεται ;
Θα την κάψει κι αυτήν η φωτιά. Δε θα την κάψει.
Τι δύσκολα, λοιπόν που τελειώνει η ζωή. Και πρέπει να προλάβω να ζήσω αυτή την τελευταία μου δυσκολία, να την κερδίσω, κ’ ίσως να τη δώσω σα μια χαρά στους άλλους. Πως ; Με τι ; ” Μα πρέπει “.
Τι  πρέπει ; Ποιος μιλάει ; Τι λέει ; Γιατί ; ” Μα πρέπει “.
Εδώ ούτε καθήκοντα, ούτε ανάγκες πια. Ποιος προστάζει; Τι ζητούν από μένα ; και ποιοι ; Κ’ οι φτωχοί, κ’ οι αδικημένοι, κ’ η πατρίδα, κι ο κόσμος, κι ο εαυτός μου ; Καθήκοντα κι ανάγκες. Ναι. Καθήκοντα κι ανάγκες.
Ένα κόκκινο φως μέσα κ’ έξω. Το αίμα κι ο αγέρας.
Υπάρχουν. Υπάρχω. Να υπάρξουμε.
Θα υπάρξουμε. Ένα κόκκινο φως η στιγμή μου. Και πρέπει να δέσω τις σκέψεις με τα πράγματα – να υπάρξουν χεροπιαστά. Και δεν έχω καιρό. Και τα πράγματα φύγαν. Δεν τα βλέπω.
Οι άπιαστες σκέψεις απομένουν μόνο και πρέπει αυτές, τουλάχιστο, να τις κρατήσω – νάβρω κάποιο τρόπο να τις δώσω.-
Και τούτο δω το σαλιγκάρι  που ανηφοράει ανέμελο στην πέτρα, αυτό και το εκκλησάκι  του μαζί, – που πάει ; Δεν προσέχει. Να του μιλήσω ; να του εμπιστευτώ ; Είναι κουφό. Σα να μην έχει πάρει  δανεικά από κανέναν, – τραβάει αυτό και το εκκλησάκι του μαζί. – Πρέπει λοιπόν να προφτάσω ολομόναχος, – τι να προφτάσω ;
Δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σκεφτείς η στιγμή του θανάτου, κ’ είναι η μόνη που την έχεις ακέρια, γιατί είναι το τέλος, και δω δε χωράνε διαψεύσεις κι απάτες – ποιος ο λόγος άλλωστε ;

Είμαι 29 μόλις χρονώ και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω. Δεν πρόφτασα ακόμη να σκεφτώ, μια και δεν πρόφτασα να ζήσω. Μες στη μάχη τι να σκεφτείς ;
Δεν πρόφτασα. Μου χρειάζεται, τουλάχιστο, τούτη η ολόκληρη στιγμή μου για να ζήσω ολόκληρος. Θυμάμαι-. Ήταν  άνοιξη τότες. Καθόμασταν άκρη – άκρη στο λιμάνι της Αμμόχωστος,
Και ξέρω τώρα-δεν τόξερα – τότες – ήταν όμορφη η ζωή, ( κ’ είναι, κ’ ίσως πιο όμορφη πάντα – όλο πιο όμορφη γίνεται – τη φτιάχνουμε )
ήταν όμορφα τα στάχυα, τα κίτρα, τ’ αμπέλια, τα σπίτια, οι γυναίκες, τα καΐκια – όμορφα πούπαιζαν οι ανταύγειες του νερού στα πλευρά των καραβιών – όμορφες κ’ οι σκιές των καραβιών μες στο νερό. Σκιές γλάρων περνούσαν πάνω απ’ την προκυμαία, πάνω απ’ τα στρογγυλά τραπεζάκια του υπαίθριου καφενείου με τα φλιτζάνια του καφέ, κ’ έτσι όπως κουβεντιάζαμε, τρεις παλιόφιλοι, δίχως ν’ ανασηκώνουμε καθόλου το κεφάλι νιώθαμε πως οι γλάροι ήταν απάνω μας και πίναμε μαζί με τον καφέ κάτι απ’ τη φευγαλέα σκιά των γλάρων, μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας κ’ ελευθερίας.
Ε, ναι, είναι όμορφη η ζωή, κ’ εγώ ήμουν  όμορφος,
( γιατί ήμουν ; Είμαι. )
Κι όλα μπορούμε να τα φτιάξουμε όμορφα χέρι με χέρι.
Συχνά τα καλοκαίρια μες στην κάψα του μεσημεριού – και στο χιόνι – ένιωσα να στεριώνει η ζωή μ’ εμπιστοσύνη τη σημαία της μες στα σκέλια μου,
Κι όταν ακόμα με κύκλωνε ο φόβος μ’ όλους τους κυκλώπειους ίσκιους του
Κι όταν μου τράνταζε τα φυλλοκάρδια η σημαία της πατρίδας που κρατούσα στα χέρια
Καθώς την πλαταγίζαν οι νευρώδεις άνεμοι, κείνη η άλλη σημαία δεν ξεχνιόταν. Ήταν όμορφα. Τώρα δε χωράει κάτι τέτοιο. Διάλεξα τη φωτιά.
Η απόφασή μου πάρθηκε. Είμαι έτοιμος.
Λέτε  νάναι πιο φαρδιά η πύλη του θανάτου ; Εδώ τελειώνω. Δεν  ξέρω πάρα κάτω.
Τ’ άλλα φτιάχτε τα, πείτε τα, εσείς. Κέρδισα ακόμη μια στιγμή μεγάλη σαν ολόκληρο τον πόνο. Δεν ήξερα πως μια στιγμή μπορούσε νάχει τόση διάρκεια.
Δεν είχα φανταστεί πως ο πόνος μπορούσε να σκέφτεται. Κι όλα έχουνε το βαθύ νόημά τους και προσμένουν να το βρούμε. Κι ο κόσμος θα φτώχαινε
αν έλειπε ένα χαλικάκι, ένα τζιτζίκι, ή κ’ η φωνή του γαλατά μες στο χάραμα. Τόμαθα.
Μήπως αυτό είναι τάχα κείνο που λένε ηρωισμός ;
Και που ωστόσο δεν τόξερε εκείνος που τον έλεγαν ήρωα; Και μήπως τάχα η σκέψη νικάει τη σιωπή, τη φωτιά και το χρόνο κι αυτό το λέμε μοίρα ;
Δεν τόξερα. Τόμαθα. Γεια σας.

Αυτή την πιο όμορφη στιγμή μου σας την αφήνω, αδέρφια. Αυτό είναι το ντουφέκι μου – ολοκαίνουργιο τ’ όπλο του ανθρώπου. Και τούτο το ντουφέκι, που μου καίει τα χέρια, το αγαπάω, αυτό το ντουφέκι το δροσίζω με �– Δεν είναι κακό να με δείτε να κλαίω – είμαι πολύ συγκινημένος απ’ όλα κι απ’ τον εαυτό μου και πιο συγκινημένος απ’ την ανακάλυψη αυτής της συγκίνησης.
Αν  με γνωρίζατε αυτή τη στιγμή θ’ άξιζε  και να με αγαπήσετε, όπως κ’ εγώ σας αγαπάω χωρίς ταπεινοσύνη ή περηφάνεια. Μα ποιος θα σας μεταδώσει τούτη τη στιγμή ; Δεν τη χωράνε τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη – είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη μεγάλη σαν όλο τον κόσμο.(Τι αλλιώτικη που είναι η φωνή μου.) Σαν όταν δουλεύεις, με δικιά σου θέληση, στο χωραφάκι του φτωχού και δίψασες το μεσημέρι
Και παρατάς την τσάπα σου γερτή όλο εμπιστοσύνη στον κορμό της μονάκριβης συκιάς
Και σκύβεις στο ρυάκι να πιεις κι αντικρίζεις στο γάργαρο ρυάκι το πρόσωπό σου ωραίο, ξαναμμένο απ’ τη δουλειά, τον αγέρα, τη νιότη, τον ήλιο,
Κι αποθαμάζεις στο νερό τα αστραποβόλα μάτια σου,
και τούτο δε σε σταματάει
μα πίνεις το νερό μαζί με τον εαυτό σου. Ξεδιψάς κι αναγέρνεις κατόπι το κεφάλι στον ουρανό σάμπως να ψάχνεις κάποιον νάβρεις στα ψηλά για να του πεις ευχαριστώ κ’ είναι ο ουρανός κ’ η γη μέσα σου
κι όξω απέραντα κι ολόφωτα κ’ είναι όλος ο κόσμος
δικός σου και μπορείς να τον δώσεις.
Αυτή  η στιγμή είναι  ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα, κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε – δεν επαναλαμβάνεται σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Λοιπόν μην κλαίτε.
Όμως εμένα αφήστε με να κλάψω, γιατί σε λίγο, το μαντεύω, δε θα μπορώ πια να κλάψω μες στην αναγνώριση της ευτυχίας πως μπορώ να πεθάνω.
Συχωρέστε με.
Κι  αλήθεια, ξέχασα να σας  πω το κυριότερo
-που μόλις τώρα τόμαθα-
δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα.
Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου :
ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο,
χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του,
ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρισε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο όσο την ώρα που
το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του ξέροντας,
τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο,
κι ακόμα, ναι, ποτέ τόσο όμορφος δεν ήταν ο μικρός
Γρηγόρης Αυξεντίου 29 χρονώ.

Λέω τον αριθμό των χρόνων μου και κλαίω ξέροντας
πως θα τον προσθέσετε στη δόξα του έθνους μας
(ας μου συχωρεθεί κι αυτή μου η τελευταία αδυναμία).
Ακούω αυτόν τον αριθμό στα χείλη σας
και θάθελα να τον φιλήσω πάνω στα χείλη σας.
Ήμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός για  μια τέτοια ευτυχία. Μια πράξη σωστή είναι το πήδημα του  ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά.
Είναι το σφίξιμο χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων.
Είμαι έτοιμος.
Δε  δέχομαι, όχι, τη θυσία  για το θάνατο. Τη δέχομαι
Μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα
Απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα
μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της,
τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της
μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω,
μέσα σ’ αυτό το πέτρινο τούνελ που η έξοδός του
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο.
Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,
Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια –
Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
Μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,
φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω :
” Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση,
οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη
” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α “
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάστε, σύντροφοι –
Στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα
ματωμένα γόνατα της πλάσης.

Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα όταν έχεις ένα ντουφέκι, κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το μέρος σου
Όταν έχεις δικά σου 29 χρόνια και μπορείς
να τα διαθέσεις μόνος σου
όταν έχεις το θάνατο σου δικό σου. Γεια σας.
Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας,
Όταν υπάρχει κάποια διέξοδος όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους,  πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του Νικάει και το θάνατο. Τόμαθα.
( Αλλιώτικα που  ακούγεται η φωνή μου σήμερα. Μην  είναι αυτή που μου ζητάτε ; αυτή που θάθελα ν’  ακούσετε ; Μην είναι μονάχα αυτή η σωστή φωνή μου  ;
ή η φωνή σας ; η φωνή όλων μας ; )
Τα  πάντα είναι ανύπαρχτα  πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις. Όχι  μονάχα να τα σκεφτείς, ή μονάχα να τα πράξεις, μα να τα πράξεις  και να τα σκεφτείς μαζί.
Και σεις, αδέρφια μου, πολύ με βοηθήσατε.
( Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου. )
Εσύ που θα κλάψεις  για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά εσύ  που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου
Με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα.
Όπως και γω θα σας βοηθήσω.
Τούτη η ώρα δεν είναι  για καυχησιές και ηρωισμούς,
όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο,
και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου μιαν ανοιξιάτικη μέρα για ν’ αποφύγω μια σύγκρουση μ΄ ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα ή ακόμα, ναι,
( και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστη
σ’ έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει )
για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο και φύτρωσε καταμεσίς στη δημοσιά
αθώο-αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης – ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου :
” Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς “. Τίποτ’ άλλο. Γεια σας.
Αν  λυπάμαι για κάτι είναι που πια δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα για σας ( όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύλος, μα με τούτα τα ίδια μου τα χέρια ),
Έτσι να πούμε, να, να ρίξω και γω μια ντουφεκιά στον αέρα στη γιορτή της απελευθέρωσης
ή να φορτώσω σ’ ένα μεγάλο φορτηγό εκατό τσουβάλια ψωμί, διακόσια τσουβάλια πατάτες,
να σηκώσω κείνης της γριούλας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος να σηκώσω το άλογο του γέρου αγωγιάτη πούπεσε μες στη λάσπη κάποιο βροχερό πρωινό
να δώσω μια κλωτσιά και γω στη μπάλα που παίζουν τα πατριωτάκια το δείλι στο γήπεδο ή να δώσω μια σβερκιά στο φίλο ένα βραδάκι που θα λέει ένα άνοστο αστείο
ή να μοιράσω, μια μέρα που η δουλειά πήγε καλά, μια χαρτοσακούλα καραμέλες στα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου ή ν’ ακουμπήσω αυτά τα δυνατά μου χέρια, που σήμερα τα αγάπησα, σ’ ένα τραπεζάκι της Αμμόχωστος και, δίχως να κοιτάω τα εργατικά μου χέρια, να τα νιώθω πως ξεκουράζονται πάνω στα πέτρινα γόνατα
του φιλικού μας κόσμου.

Σήμερα νιώθω μια τρυφερότητα για τον εαυτό μου ξέροντας πως θα μ’ αγαπήσετε
Σήμερα αγαπάω κ’ εχτιμάω τον εαυτό μου
σήμερα χαμογελάω στον εαυτό μου κοιτάζοντας τον με τ’ αδερφικά σας μάτια.
Μια στιγμή άφησα τ’ όπλο μου να κρυώσει  μια στάλα στην πέτρα, άνοιξα το γυλιό μου κ’ έβγαλα το καθρεφτάκι της τσέπης, – ναι, είμαι όμορφος, – όταν μ’ αγαπάτε – τι θα μπορούσα να κάνω για σας, – όταν μ’ αγαπάτε -τι θα μπορούσα , μόνο τώρα το καταλαβαίνω- ( κ’ ίσως είναι αργά, μόνο με το θάνατό μου έχω να σας χαρίσω πια. ) λ.χ. θα μπορούσα να τινάξω ένα τανκ με μια γροθιά, να πελεκήσω ένα άγαλμα σ’ ‘ένα βουνό, μονομερίς – όταν μ’ αγαπάτε – ή να χτίσω σε μια ώρα ένα πανύψηλο σκολειό. Δεν αστειεύουμαι. Δεν είναι ώρα, αδέρφια μου, για αστεία. Θάθελα νάμαι ωραίος μέσα κι όξω για ν’ αξίζω την αγάπη σας, ναι, ( κι ας το πω κι αυτό : ) για να με σκέφτουνται σαν άντρα τους όλα τα ωραία κορίτσια, για να με σκέφτουνται σα φίλο τους όλοι οι ελληνικοί μας έφηβοι και τα παιδιά του κόσμου.
Δεν προφταίνω.
Να  πρόφταινα, τουλάχιστο, να ξυριστώ, να ψαλιδίσω λιγάκι το μουστάκι μου. Μα ίσως και να πηγαίνει λίγο γένι στη νεανική μορφή μου. ( Βλέπετε πόσο παιδί με κάνει η αγάπη σας ; Μου ξαναδίνει τη δικιά μου φωνή. )
Για σκέψου, αδερφέ μου, μεθαύριο να διαλέγουν πάνω στα χνάρια μας τα κορίτσια τον άντρα τους τα παιδιά τους φίλους τους οι άντρες τις πράξεις τους, να ξέρεις πως και συ πορεύεσαι μαζί τους στ’ αψηλά, σ’ ένα ψηλό – ψηλό βουνό, όλο κορδέλες άσφαλτο, για ν’ αγναντέψεις ακέρια την πλάση,
τις πολιτείες γιομάτες καμινάδες κι αστεροσκοπεία και παράθυρα, τους κάμπους και τα δάσα, τα λιμάνια γιομάτα κατάρτια, τα ειρηνικά αεροπλάνα, τους λεβέντες αϊτούς και τους παιδιάστικους χαρταιτούς με κείνες τις αστείες πολύχρωμες ουρές τους – σ’ ένα ψηλό- ψηλό βουνό, με μια αυτοκινητάρα τελευταία μάρκα που ίσως θάχει τ’ όνομά μας -. Και μόλις τώρα το σκέφτηκα, πως τάχατες η  ζωή δεν πάει μπροστά με σκοτεινές εξομολόγησες και μικρές ειλικρίνειες ( η εξομολόγηση – τόχω ακουστά, και τώρα το θυμήθηκα – σώζει, λέει, εκείνον που ξομολογιέται. Μα τον άλλον ; Κι ο άλλος τι σου χρωστάει να σηκώνει στη ράχη του σαν τσουβάλια άχρηστες πέτρες τα λόγια σου δίχως καν να μπορεί να τις χτίσει ; ) Το λοιπόν , η ζωή τραβάει μπροστά με πράξεις και θυσίες – μ’ αυτό που λένε ” γενική ηθική ” κι ούτε που ξέρω πως τα λένε αυτά, κι ωστόσο τάπα.
Εγώ το μόνο πούμαθα είναι : σα χουφτώνεις τη γωνιά του τραπεζιού είναι η γωνιά του τραπεζιού μ’ όλη της τη στερεότητα κι όταν χουφτώνεις ένα στήθος ξέρεις πώς και τα πιο στέρεα χέρια τρέμουν και τότες θέλεις να σπείρεις χιλιάδες παιδιά για να χαρούν τον κόσμο μας που εσύ δεν πρόφτασες να τον χαρείς κ’ ίσως, δε λέω, ίσως και να το ξέρεις – κάπου αλλού, βαθιά σου να το νιώθεις – πώς τούτο το στήθος “γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς”. Και, βέβαια, που πρέπει να το ξέρεις. Γεια σας.
Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;- Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου ; Σου αφήνω την περφάνεια σου. Δε θα σεϊδεί ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις: “Είμαι πέρφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου”. Έτσι. Γεια σου, μάνα.
Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
Εσείς, κ’ η αγάπη μας, κι ο θάνατός μου. Το ξέρω, ως και κείνος που πήρε τα 5.000 αργύρια θα πιει κάποιο βραδάκι ένα ποτήρι στην υγειά μου σε μια ταβέρνα της Πάφος και θ’ απογείρει να κλάψει μέσα στο ποτήρι του,
Γιατί ήμουνα φίλος καλός κ’ ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.
Τώρα  λοιπόν, βαθιά και  σίγουρα, μπορώ να σας το πω, σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι  μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου ίσα και παστρικά, ένα ολογάλανο  κ’ ήμερο πρωινό, – μπορώ να το πω :
” Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα “.
Εν τάξει αδέρφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη για μας και για όλους. Εδώ οι διαφορές βουλιάζουνε σ’ ένα χαμόγελο, – κ’ είναι έτσι όπως ακούς, κείνες τις νύχτες του καλοκαιριού, – γαλάζιες, αργυρές και ρόδινες – σ’ ένα μονάχα φέγγος ευτυχίας όλα τα ξέχωρα σπιτίσια μουρμουρίσματα και των μικρών και των μεγάλων άστρων και τρέμει η ρίζα της καρδιάς και τρέμει ο κόσμος τόσο που θέλεις να σκουντήσεις τον αγκώνα κάποιου φίλου για ν’ ακούσεις μαζί του, ή τον αγκώνα έστω μιας πέτρας για ν’ ακούσει και κείνη, να μοιράσεις τη χαρά σου.
Με  τούτη την αγάπη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί  θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα – ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος, με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος.
Τούτη είναι η εντολή μου – μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας.
Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι νάχω να προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σα νάχω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ’ το μεδούλι μου.
Θυμάμαι – καλοκαιριάτικο  σούρουπο ήταν – σταμάτησα τ’ αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα. Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό. ” Φχαριστώ γιαγιά “, της είπα. ” Καλή λευτεριά, γιε μου “, αποκρίθηκε.” Καλή λευτεριά, γιαγιά ” της ξανάπα – κ’ ένιωσα πως της την χρωστάω.
Μούβγαλε  το κασκέτο και  μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου ( Ξέρετε, κ’ οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε. ) Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ’ όλους. Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα ( αν υπάρχει ). Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον. ” Άντε γεια σου γιαγιά. Καλή λευτεριά, το λοιπόν ” – κι’ έτριψα λίγο τα μάτια μου – έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς, δεν καλόβλεπα.
Κι  όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο  φώτα μου ( γιατί έφεγγε ακόμα ) ένιωθα ν’ ανεβαίνω με τα’ αμάξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ’ το αργό φεγγαρόφωτο, ένιωθα ν’ ανεβαίνω ίσα στον ουρανό κ’ ένιωθα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο, σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο μ’ ένα σπάγκο απ’ το λαιμό μου, να με δροσίζει τη καρδιά και λίγο – λίγο να ζεσταίνεται και ν’ αχνίζει στον κόρφο μου. Κι έλεγα : δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί – ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερνή την έγνοια του.
Κ’ έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας στο ξεσκλάβωμα του κόσμου ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου.
Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε, ( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι ) – θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κ’ έτσι λίγο – λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν’ αχνίζει στον κόρφο μας.
Γεια σας.
(Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : ” Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου “. Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.)

Α Θ Η Ν Α .  5 ΕΩΣ 2 5 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 9 5 7
Γ Ι Α Ν Ν Η Σ  Ρ Ι Τ Σ Ο Σ

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ:

Στις 5 Μαρτίου 1957, μέρα Τρίτη, όλες οι πρωινές αθηναϊκές  εφημερίδες έγραψαν :

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 4. ( Ιδ. Υπ. ) – Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, φερόμενος  ως υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και υπασπιστής του αρχηγού της Διγενή, εφονεύθη προχθές, αφού επολέμησε ηρωικώς επί δέκα ολόκληρες ώρες, μόνος αυτός εναντίον ισχυρών βρετανικών δυνάμεων , στην περιοχή του όρους Τρόοδος σε μια σπηλιά πλησίον της Μονής Μαχαιρά. Η μάχη διεξήχθη υπό τις ακόλουθες συνθήκες.
Οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν την πληροφορία ότι στη Μονή Μαχαιρά εκρύπτετο ο καταζητούμενος αυτός πατριώτης , ο οποίος είχε επικηρυχθεί αντί 5.000 λιρών στερλινών. Τις απογευματινές ώρες του Σαββάτου απόσπασμα του βρετανικού στρατού από 60 άνδρες εκινήθη προς την Μονή, την οποία και εκύκλωσε για να συλλάβει τον καταδιωκόμενο αγωνιστή. Οι Βρετανοί στρατιώται ανεστάτωσαν κυριολεκτικώς την Μονή και έθεσαν υπό κράτησιν όλους τους μοναχούς, περιλαμβανομένου και του Ηγουμένου, τους οποίους και εκακοποίησαν για να τους αποσπάσουν πληροφορίες περί του ακριβούς σημείου όπου εκρύπτετο ο Αυξεντίου.
Κανείς όμως μοναχός δεν είπε τίποτα. Κατά την διάρκεια της ερεύνης στην περιοχή γύρω από το μοναστήρι, οι Βρετανοί στρατιώται ανεκάλυψαν μια σπηλιά κρυμμένη μέσα σε θάμνους.
Λέγεται ότι κάποιος βοσκός τους έδωσε την πληροφορία ότι μέσα στην σπηλιά ήταν κρυμμένος ο Αυξεντίου. Αμέσως οι βρετανικές δυνάμεις εκύκλωσαν την σπηλιά και εκάλεσαν τον Αυξεντίου να παραδοθεί.
Ο επί κεφαλής του βρετανικού αποσπάσματος ανθυπολοχαγός Μίντλεντον πλησίασε την είσοδο της σπηλιάς και εφώναξε : ” Ρίξε τα όπλα σου και παραδώσου, αλλιώς θα επιτεθούμε “. Κάποιος απήντησε : ” Καλά παραδιδόμαστε “. Τέσσερες άνδρες βγήκαν έξω, δυο από αυτούς επικηρυγμένοι με 5.000 λίρες, όπως και ο Αυξεντίου. Ο Αυξεντίου δεν ήταν μεταξύ αυτών. Ο ανθυπολοχαγός Μίντλεντον τον εκάλεσε και πάλιν να παραδοθεί, αλλά έλαβε την υπερήφανη απάντησιν ” Μολών λαβέ “.
Αμέσως, τέσερες άνδρες όρμησαν μέσα στην σπηλιά. Ο ηρωικός μαχητής της κυπριακής ελευθερίας τους υπεδέχθη με καταιγισμόν πυρός. Oι τρεις από τους τέσερες Βρετανούς, οι οποίοι είχαν ελπίσει ότι θα εισέπραττον την επικήρυξιν του Αυξεντίου βγήκαν αμέσως έντρομοι, ενώ ο τέταρτος, τραυματισμένος στο στήθος κατέπεσε στο έδαφος, για να υποκύψει λίγες ώρες αργότερα στα τραύματά του. Ο επί κεφαλής των βρετανικών δυνάμεων ανθυπολοχαγός Μίντλεντον εζήτησε αμέσως ενισχύσεις, οι οποίες και κατέφθασαν με τα ελικόπτερα. Η μάχη συνεχίσθη έτσι επί 10 ολόκληρες ώρες, κατά την διάρκειά της δε οι Βρετανοί εχρησιμοποίησαν μεταξύ των άλλων δακρυγόνες βόμβες.
Μπροστά στο αλύγιστο θάρρος του Αυξεντίου και αφού προηγουμένως έκαναν χρήσιν όλων των ειδών των όπλων, οι Βρετανοί στρατιώται έρριψαν μέσα στην σπηλιά βόμβες πετρελαίου. Τεράστιες φλόγες εκάλυψαν το σπήλαιο για να τυλίξουν σε λίγο το κορμί του ηρωικού πατριώτη.
Η μάχη ετελείωσε στις 2 η ώρα την νύκτα.
Το πτώμα του Αυξεντίου ανευρέθη απηνθρακωμένο.
Ο Αυξεντίου ήταν ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμά του δε ήταν σοφέρ ταξί.
Στον κατάλογο των καταζητουμένων από τους Άγγλους, ήταν εγγεγραμμένος δεύτερος μετά τον στρατηγό Γρίβα.

( Ακριβές αντίγραφο  απ’ τις εφημερίδες της 5ης Μαρτίου  1957 )


Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΟΥΡΤΕΛΗΣ “ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ” Έκθεση αγιογραφίας



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΟΥΡΤΕΛΗΣ
“ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ”

Έκθεση αγιογραφίας

17,18, 19 Απριλίου 2019

Στον πολυχώρο τέχνης και πολιτισμού
PLEIADES
Κοδράτου 9, Αθήνα
Μετρο: “Μεταξουργείο”
Ωρες επίσκεψης: 19:00 - 22:00
Πληροφορίες: 6972096525 - 6909223809 Και στο facebook, εδώ: Δημήτρης Σκουρτέλης Έκθεση αγιογραφίας




Από την προετοιμασία της έκθεσης




Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

ΜΠΟΣΤ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. 
O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής
Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου
τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. 
Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν.






Ολίγα λόγια δια τον καλλιτέχνη

Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή.
O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης.
Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων».
O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν.
Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον.
Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας.
Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Tι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα.
Έν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθή πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανε πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι, εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου ώστε να ξεκουρασθή, και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του του χρόνου. Tο δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν.
O Mποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν τού να αντεπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν, οποθενδήποτε προερχομένης. Mου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ’ ό,τι απεκόμισα, κατά τον Mποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχη σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη), αλλ’ έμεινα με την εντύπωσιν ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών. Kατέχει τα Mαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος.
Bιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι διά να κερδίση, πρέπει να πωληθή 10. Eάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Kρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Aπό την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Kαλλιτεχνικόν Eπιμελητήριον «παμψηφεί», αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζει εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Aυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του. Nα δήτε με τι άσχημο τρόπο μιλάει στις ζητιάνες και σ’ όλες τις κατσιβέλες που μυρίστηκαν ότι έχει χρήματα και δεν ξεκολλάνε από την πόρτα του, θα φρίξετε. Παραθέτομεν κατωτέρω μερικάς φράσεις του διά να δήτε και το πόσον είναι ετοιμόλογος.
― Άσε μας κυρά μου και δεν έχω φράγκο. Ή
― Δεν μου φτάνουν οι μέσα ζητιάνοι, νάχω και τους απόξω. Όλο δώσε και δώσε. Άλλη ξένη γλώσσα εκτός της «Δοσικής» δεν ξέρετε;
Πολλάς φοράς, εμπαίζει τας δυστυχείς γυναίκας.
― Δεν με παίρνεις μαζί σου; Kι ό,τι πιάσουμε, μισά-μισά.
Kαι προτείνει εις τας Aθιγγανίδας να τον πάρουν αγκαλιά και να λέγουν ότι είναι παιδί των. Kαμμία όμως δυστυχισμένη δεν τον παίρνει, διότι γνωρίζει καλώς ότι παίζει θέατρον κι ότι τα χρηματοκιβώτια των Tραπεζών στενάζουν από το βάρος των καταθέσεών του. Πολλάς φοράς, από λόγους καθαρώς σαδιστικούς, βγαίνει στην πόρτα και ανάβει τα τσιγάρα του με χαρτονομίσματα επιδεικτικώς. Στην γειτονιά τον αποκαλούν «Pότσιλδ». Aυτή είναι η μελανή του πλευρά. Kατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Eάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Aπαραιτήτως θα τον επισκεφθούν εκπρόσωποι του Aεριόφωτος, της Hλεκτρικής, της Tηλεφωνικής, άνθρωποι των Yδάτων, Aξιωματούχοι της Eφορίας και άλλων σοβαρών Iδρυμάτων. Tον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δέχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων τού δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Aνατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Aνατολική. O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν. Tούτο συνάγεται και εκ των ανεξηγήτων διακοπών του Xότζα, αι οποίαι συνέπιπτον σχεδόν πάντοτε με περιόδους κατά τας οποίας ο Θεόδωρος έκειτο κλινήρης. Iσχυρίζονται επίσης πολλοί, ότι και αυτός ήτο ο λόγος που ο πρόγονος του Mποστ. τα ετίναξεν νέος. Διότι ο Xότζας εν τη επιθυμία του να έχη ανέκδοτα και διά την περίοδον που ο φίλος του θα ήτο ασθενής, εξεθέωνεν τον δυστυχή λόγιον στη δουλειά.
Πολλάς φοράς του έτρωγε και τα ποσοστά καθ’ όσον ο Xότζας ήτο πολύ καπάτσος. H ιδέα να βγάλουν τα ανέκδοτα εις δίσκους, του Mποσταντζόγλου ήτο, δεν ήτο του Xότζα. H μόνη συμβολή του Xότζα εις την υπόθεσιν αυτήν ήταν το εξώφυλλον. Kι αυτό εστάθη η αφορμή της οριστικής των ρήξεως. Διότι ο Xότζας παρήγγειλε εξώφυλλον που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα ο ναστρεντιν χοτζιδακις παρουσιάζει τα «ανέκδοτα» του Θεοδωράκη εφένδη, κι έβαλε τα δικά του με πολύ ψιλά. Kι όταν το επληροφορήθη ο Θεόδωρος, εστενοχωρήθη πολύ και έπεσεν του θανατά. Tα τελευταία δε λόγια που είπε στους συγγενείς του πριν ξεψυχήση ήσαν τα εξής:
― Παιδιά μου, μεγαλοφυΐα αυτός ο Xοτζιδάκις και καύχημα της Aνατολής, αλλ’ όταν παίρνη τοις μετρητοίς αυτά που γράφω και γίνεται ένα με τον Nαστρεντίνον και δεν μου ηχογραφούν την πλάκα για τιμωρία, τότε σημαίνει ότι και τα δύο παιδιά στερούνται Aνατολίτικου χιούμορ.
Kι αφού είπε αυτά, μετά πέθανε και τον θάψανε.
Aπόγονος λοιπόν αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου είναι κι ο Mέντης Mποσταντζόγλου. Aπό τον Θεόδωρον έλαβε τας περισσοτέρας αρετάς· την απέραντον σοφίαν, την αγάπην διά το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφη πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Oύτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήση. Tου εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πη μαζεμένα. Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψη αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του αντικρύζουν με τρόμον περισσοτέρας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Aυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν’ αμυνθή και τάβαλε μ’ όλους που κατά την γνώμην του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρη σε λογαριασμό. Tον εαυτό του. Tα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ’ έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Nτα Bίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειάν του. Kαι τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται. Oρκίζεται ότι θα αλλάξη και, κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνει από τα ίδια. Aυτός είναι ο Mέντης Mποσταντζόγλου.
Στο περσινό μου βιβλίο, είχε γράψει καλά λόγια για μένα ο φίλος μου Hλίας Πετρόπουλος από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφθηκα να προτείνω να μου γράψη τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Eπειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω κωνσταντίνος καραμανλής, ποιος θα το καταλάβη. Mετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Mου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό πετρίδη. Πήγα, αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Mητρόπουλου. Tέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Aυτό και έκανα. Kι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θάγραφα κι άλλα, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος.

Μποστ